- καπνοκοπτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοπή του καπνού: Αγόρασαν καπνοκοπτική μηχανή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπνοκοπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοπή τού καπνού («καπνοκοπτική μηχανή» η μηχανή με την οποία κόβονται τα φύλλα τού καπνού). [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κοπτικός (< κόπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek